γενεαλογία

γενεαλογία
γενεᾱλογ-ία, ,
A tracing a pedigree, Pl.Cra.396c, al.: in pl., Isoc.11.8; title of work by Hecataeus;

γ. καὶ μῦθοι Plb.9.2.1

, cf. 1 Ep.Ti.1.4, Jul.Or.7.205c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γενεαλογία — γενεᾱλογίᾱ , γενεαλογία tracing a pedigree fem nom/voc/acc dual γενεᾱλογίᾱ , γενεαλογία tracing a pedigree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογίᾳ — γενεᾱλογίαι , γενεαλογία tracing a pedigree fem nom/voc pl γενεᾱλογίᾱͅ , γενεαλογία tracing a pedigree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογία — η η διαδοχική σειρά των προγόνων και απογόνων μιας γενιάς, το γενεαλογικό δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Genealogía — (Del lat. genealogia < gr. genealogia < genea, generación + logos, tratado.) ► sustantivo femenino 1 Conjunto de los ascendientes de una persona. SINÓNIMO ascendencia 2 Escrito o cuadro que contiene todos los ascendientes de una persona: ■… …   Enciclopedia Universal

  • γενεαλογώ — (AM γενεαλογῶ, έω) [γενεαλόγος] (νεοελλ μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιον αρχ. 1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω 2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία …   Dictionary of Greek

  • θεογονία — Κοσμογονκή αντίληψη με πολυθεϊστική βάση. Οι κοσμογονικοί μύθοι που διηγούνται την προέλευση του κόσμου, παίρνουν τη μορφή της θ. στις πολυθεϊστικές θρησκείες, όπου οι θεοί ταυτίζονται με τις μορφές της πραγματικότητας και του κόσμου. Ονομαστή… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογίαι — γενεᾱλογίαι , γενεαλογία tracing a pedigree fem nom/voc pl γενεᾱλογίᾱͅ , γενεαλογία tracing a pedigree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογίας — γενεᾱλογίᾱς , γενεαλογία tracing a pedigree fem acc pl γενεᾱλογίᾱς , γενεαλογία tracing a pedigree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”